αρύβαλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρύβαλλος | οι | αρύβαλλοι |
γενική | του | αρύβαλλου & αρυβάλλου |
των | αρύβαλλων & αρυβάλλων |
αιτιατική | τον | αρύβαλλο | τους | αρύβαλλους & αρυβάλλους |
κλητική | αρύβαλλε | αρύβαλλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρύβαλλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρύβαλλος [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾi.va.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρύ‐βαλ‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρύβαλλος αρσενικό
- (αρχαιολογία, κεραμική) μικρό αγγείο στο οποίο φυλάσσονταν το λάδι των αθλητών στους αγώνες
- ※ Από τις αρχές ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα η προτίμηση των Κορινθίων κεραμέων για αγγεία μικρού σχήματος, όπως αρυβάλλους, αλάβαστρα, σκύφους, κοτύλες οδήγησε στην «ανακάλυψη» της μελανόμορφης τεχνικής που ευνόησε ιδιαίτερα τις μικρογραφικές συνθέσεις τους.
- Μαρίνα Πλατή, Ελένη Μάρκου, Αρχαία Ελληνική Κεραμική - πληροφορίες, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
- ※ Από τις αρχές ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα η προτίμηση των Κορινθίων κεραμέων για αγγεία μικρού σχήματος, όπως αρυβάλλους, αλάβαστρα, σκύφους, κοτύλες οδήγησε στην «ανακάλυψη» της μελανόμορφης τεχνικής που ευνόησε ιδιαίτερα τις μικρογραφικές συνθέσεις τους.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αρύβαλλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρύβαλλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρύβαλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αρύβαλλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας