Δείτε επίσης: ἀρύβαλλος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρύβαλλος οι αρύβαλλοι
      γενική του αρύβαλλου
& αρυβάλλου
των αρύβαλλων
& αρυβάλλων
    αιτιατική τον αρύβαλλο τους αρύβαλλους
& αρυβάλλους
     κλητική αρύβαλλε αρύβαλλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αρύβαλλος από την Κάμειρο της Ρόδου στο Λούβρο.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρύβαλλος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία