Δείτε επίσης: ἀρύβαλλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρύβαλλος οι αρύβαλλοι
      γενική του αρύβαλλου
αρυβάλλου
των αρύβαλλων
αρυβάλλων
    αιτιατική τον αρύβαλλο τους αρύβαλλους
αρυβάλλους
     κλητική αρύβαλλε αρύβαλλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αρύβαλλος από την Κάμειρο της Ρόδου στο Λούβρο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρύβαλλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρύβαλλος [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɾi.va.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρύ‐βαλ‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρύβαλλος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία