Δείτε επίσης: αρύβαλλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰρῠβαλλο-
ονομαστική ἀρύβαλλος οἱ ἀρύβαλλοι
      γενική τοῦ ἀρυβάλλου τῶν ἀρυβάλλων
      δοτική τῷ ἀρυβάλλ τοῖς ἀρυβάλλοις
    αιτιατική τὸν ἀρύβαλλον τοὺς ἀρυβάλλους
     κλητική ! ἀρύβαλλε ἀρύβαλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρυβάλλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀρυβάλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αρύβαλλος από την Κάμειρο της Ρόδου στο Λούβρο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρύβαλλος < αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μία άποψη συνδέετεαι με το βαλλάντιον. Άλλοι το θεωρούν θρακοφρυγικό δάνειο. Κατ' άλλη άποψη, έχει προελληνική προέλευση.
Παραδοσιακή η ετυμολογία του Ησύχιου (ἀρύω και βάλλω) <ἀρύβαλλοι>· τὰ μαρσύππια.(μαρσίπιον) ἀπὸ τοῦ ἀρύειν καὶ βάλλειν εἰς αὐτούς Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀρύβαλλος αρσενικό

  1. μικρός σάκκος, πουγκί
  2. (κεραμική) αγγείο σε σχήμα πουγκιού, ιδίως του λαδιού για το άλειμμα του σώματος των αθλητών, ο αρύβαλλος