ἀρύβαλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰρῠβαλλο- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀρύβαλλος | οἱ | ἀρύβαλλοι | |
γενική | τοῦ | ἀρυβάλλου | τῶν | ἀρυβάλλων | |
δοτική | τῷ | ἀρυβάλλῳ | τοῖς | ἀρυβάλλοις | |
αιτιατική | τὸν | ἀρύβαλλον | τοὺς | ἀρυβάλλους | |
κλητική ὦ! | ἀρύβαλλε | ἀρύβαλλοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρυβάλλω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρυβάλλοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρύβαλλος < αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μία άποψη συνδέετεαι με το βαλλάντιον. Άλλοι το θεωρούν θρακοφρυγικό δάνειο. Κατ' άλλη άποψη, έχει προελληνική προέλευση.
- Παραδοσιακή η ετυμολογία του Ησύχιου (ἀρύω και βάλλω) <ἀρύβαλλοι>· τὰ μαρσύππια.(μαρσίπιον) ἀπὸ τοῦ ἀρύειν καὶ βάλλειν εἰς αὐτούς ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρύβαλλος αρσενικό
- μικρός σάκκος, πουγκί
- (κεραμική) αγγείο σε σχήμα πουγκιού, ιδίως του λαδιού για το άλειμμα του σώματος των αθλητών, ο αρύβαλλος
Πηγές
επεξεργασία- ἀρύβαλλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρύβαλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.