αποπροσνήωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπροσνήωση | οι | αποπροσνηώσεις |
γενική | της | αποπροσνήωσης* | των | αποπροσνηώσεων |
αιτιατική | την | αποπροσνήωση | τις | αποπροσνηώσεις |
κλητική | αποπροσνήωση | αποπροσνηώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπροσνηώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπροσνήωση < απο-(νήωση) + προσνήωση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποπροσνήωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) η σύνθετη διαδικασία της απονήωσης και προσνήωσης ιπτάμενου μέσου
- η αποπροσνήωση απαιτεί ιδιαίτερη εγκατάσταση στα πλοία όπως ελικοδρόμιο, ή κατάστρωμα πτήσεων που φέρουν τα αεροπλανοφόρα και ελικοπτεροφόρα.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπροσνήωση
|