βαθυσφαίρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαθυσφαίρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bathysphere (δεκαετία 1930) (< αρχαία ελληνική βαθύς + σφαῖρα). Μορφολογικά αναλύεται σε βαθυ- + σφαίρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαθυσφαίρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, σπάνιο) άλλη μορφή του βαθύσφαιρα
- ※ Ο Dr. William Beebe και ο Otis Barton στη βαθυσφαίρα τους με την οποία, το 1934, καταδύθηκαν σε βάθος 1000m.
- Λεζάντα εικόνας, στο: «Μηχανική των ωκεανών. Υποθαλάσσια τοπία: ένα πανόραμα του ωκεάνειου πυθμένα», σ. 35, Πανεπιστήμιο Πατρών-eclass (9 Φεβρουαρίου 2015)· πρόσβαση: 2023-07-06.
- ※ Βαθυσφαίρα. Είναι ένας σφαιρικός θαλαμίσκος τον οποίο ενώνει με σκάφος επιφανείας ένα ατσάλινο καλώδιο. Το παχύ ατσαλένιο περίβλημα διατηρεί την εσωτερική πίεση σε επίπεδα επιφάνειας θαλάσσης (μία ατμόσφαιρα). Συνήθως φιλοξενεί ένα, δύο άτομα που παρατηρούν το βυθό από ειδικά φινιστρίνια.
- «Προσωπική Ιστοσελίδα του (καθηγητή) Γ. Κυπραίου», Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Σχολή Επιστημών Ανθρώπινης κίνησης και ποιότητας ζωής)· πρόσβαση: 2023-07-06.
- ※ Ο Dr. William Beebe και ο Otis Barton στη βαθυσφαίρα τους με την οποία, το 1934, καταδύθηκαν σε βάθος 1000m.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαθυσφαίρα
|