Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθυσφαίρα οι βαθυσφαίρες
      γενική της βαθυσφαίρας των βαθυσφαιρών
    αιτιατική τη βαθυσφαίρα τις βαθυσφαίρες
     κλητική βαθυσφαίρα βαθυσφαίρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθυσφαίρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bathysphere (δεκαετία 1930) (< αρχαία ελληνική βαθύς + σφαῖρα). Μορφολογικά αναλύεται σε βαθυ- + σφαίρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαθυσφαίρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία