Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόνερο τα απόνερα
      γενική του απόνερου των απόνερων
    αιτιατική το απόνερο τα απόνερα
     κλητική απόνερο απόνερα
Σπάνιος ενικός: απόνερο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόνερα < πληθυντικός αριθμός του απόνερο < από- + νερό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.ne.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐νε‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόνερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα βρομόνερα που απομένουν μετά από την μπουγάδα ή το πλύσιμο
     συνώνυμα: αποπλύματα
  2. (κατ’ επέκταση) τα βρομόνερα, τα (υγρά) απόβλητα
  3. (ναυτικός όρος) η αύλακα νερού, τα κύματα και τα αφρόνερα που σχηματίζονται πίσω από ένα πλοίο που πλέει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και νερό

  Μεταφράσεις επεξεργασία