πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόνερο τα απόνερα
      γενική του απόνερου των απόνερων
    αιτιατική το απόνερο τα απόνερα
     κλητική απόνερο απόνερα
Σπάνιος ενικός: απόνερο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόνερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα βρομόνερα που απομένουν μετά από την μπουγάδα ή το πλύσιμο
     συνώνυμα: αποπλύματα
  2. (κατ’ επέκταση) τα βρομόνερα, τα (υγρά) απόβλητα
  3. (ναυτικός όρος) η αύλακα νερού, τα κύματα και τα αφρόνερα που σχηματίζονται πίσω από ένα πλοίο που πλέει

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις από και νερό

Μεταφράσεις

επεξεργασία