ενεστώτας wake
γ΄ ενικό ενεστώτα wakes
αόριστος woke, waked
παθητική μετοχή woken, waked, woke
ενεργητική μετοχή waking

wake (en)

  1. (αμετάβατο) (συνήθως με up) ξυπνάω, σηκώνομαι
    ⮡  What time do you wake (up)?
    Tι ώρα σηκώνεσαι;
    ⮡  Tomorrow I will wake (up) early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up
  2. (μεταβατικό) (συνήθως με up) ξυπνάω (κάποιον)
    ⮡  What time should I wake you (up)?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up