Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wəʊk/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /woʊk/ (ΗΠΑ)

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία

woke : συντετμημένη μορφή του woken ή του woken up → δείτε και τη λέξη wake (Η σημασία που συνδέεται με την επίγνωση των ζητημάτων της φυλετικής και κοινωνικής ισότητας / δικαιοσύνης στις ΗΠΑ απαντά τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1930.)

  Επίθετο

επεξεργασία

woke (en)

  1. (αρχική σημασία, αργκό των Αφροαμερικάνων) awake· που είναι ενημερωμένος, που έχει καλή πληροφόρηση του τι συμβαίνει, που γνωρίζει τα θέματα που σχετίζονται με τη φυλετική και κοινωνική δικαιοσύνη· (κυριολεκτικά) που είναι ξυπνητός, που δεν κοιμάται, που έχει συνείδηση
  2. (κατ’ επέκταση, αργκό, πολιτική, συχνά μειωτικό) που έχει προοδευτική, προχωρημένη άποψη και συμπεριφορά αναφορικά, κυρίως, με τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης

Εκφράσεις

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Η απαξιωτική χρήση του όρου αναφέρεται σε άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως «ξύπνια» ή των οποίων οι ενέργειες εκλαμβάνονται ως υπερβολικές, θεατρινίστικες ή ανειλικρινείς. Επίσης, η ευρεία αρνητική ή σαρκαστική χρήση του όρου, στοχεύει στο χλευασμό διαφόρων ζητημάτων που δεν είναι αποδεκτά, χωρίς αυτά να σχετίζονται με την πολιτική ορθότητα ή τα κοινωνικά δικαιώματα.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

woke : μορφή ρήματος

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

woke (en)