Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πολιτική ορθότητα
      γενική της πολιτικής ορθότητας
    αιτιατική την πολιτική ορθότητα
     κλητική πολιτική ορθότητα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτική ορθότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική political correctness. → δείτε τις λέξεις πολιτικός και ορθότητα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.tiˈci oɾˈθo.ti.ta/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πολιτική ορθότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία