πολιτική ορθότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολιτική ορθότητα | ||
γενική | της | πολιτικής ορθότητας | ||
αιτιατική | την | πολιτική ορθότητα | ||
κλητική | πολιτική ορθότητα | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολιτική ορθότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική political correctness. → δείτε τις λέξεις πολιτικός και ορθότητα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπολιτική ορθότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η αποφυγή εκφράσεων ή πράξεων οι οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκλείουν, περιθωριοποιούν ή προσβάλλουν άτομα που βρίσκονται σε κοινωνικά μειονεκτική θέση ή υφίστανται διακρίσεις
- ※ Στην εποχή μας «πολιτική ορθότητα» εννοούμε σχεδόν αποκλειστικά τους περιορισμούς στην αναπαραγωγή λέξεων και εκφράσεων που ενοχλούν κοινωνικές ομάδες οι οποίες έχουν αντιμετωπίσει διαχρονικά διακρίσεις: άτομα με αναπηρία, άτομα ΛΟΑΤΚΙ, άτομα με διατροφικές διαταραχές, με ψυχικές παθήσεις, με άλλο θρήσκευμα ή διαφορετική καταγωγή από την πλειονότητα των κατοίκων μιας χώρας.
- Γεωργακόπουλος, Θοδωρής (29 Μαρτίου 2019), Πολιτική ορθότητα και ελευθερία έκφρασης, Η Καθημερινή
- ※ Στην εποχή μας «πολιτική ορθότητα» εννοούμε σχεδόν αποκλειστικά τους περιορισμούς στην αναπαραγωγή λέξεων και εκφράσεων που ενοχλούν κοινωνικές ομάδες οι οποίες έχουν αντιμετωπίσει διαχρονικά διακρίσεις: άτομα με αναπηρία, άτομα ΛΟΑΤΚΙ, άτομα με διατροφικές διαταραχές, με ψυχικές παθήσεις, με άλλο θρήσκευμα ή διαφορετική καταγωγή από την πλειονότητα των κατοίκων μιας χώρας.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολιτική ορθότητα