Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορεκτίλα οι κορεκτίλες
      γενική της κορεκτίλας
    αιτιατική την κορεκτίλα τις κορεκτίλες
     κλητική κορεκτίλα κορεκτίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορεκτίλα < correct(ness) + -ίλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορεκτίλα θηλυκό

  • (ανεπίσημο, ειρωνικό) η πολιτική ορθότητα
    ※  Ως ισαποστάκηδες λοιπόν ας χαρακτηρίσουμε όλους όσοι δεν λαμβάνουν ποτέ ξεκάθαρη θέση, αλλά τηρούν ίση απόσταση και από τους δύο αντιπάλους. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, εκτός του ότι δεν επιλέγουν σχεδόν ποτέ πλευρά, έχουν και το απαραίτητο «ύφος» της πολιτικής «σοφίας» και ορθότητας. Την πολιτική κορεκτίλα δηλαδή. (Ισαποστάκηδες, πολιτική κορεκτίλα και «ναιμεναλλάδες», 8/4/2018, liberal.gr [1])
    ※  Η *κορεκτίλα, όπως την αποκαλούν οι ευφάνταστοι Ελλαδίτες (μην πω καλαμαράδες και με κράξουν), έχει κτίσει τοίχος προστασίας από ρητορική μίσους, σεξισμό, ρατσισμό, ομοφοβία και άλλες διακρίσεις, που χωρίς αυτή την «πίεση» δεν θα διορθώνονταν τεράστιες κοινωνικές αδικίες. Μια διαδικασία, εξάλλου, εν εξελίξει. Ταυτόχρονα, όμως, παραμονεύει ο κίνδυνος να εξελιχθεί σε μορφή ελέγχου της σκέψης και της ελευθερίας της έκφρασης. Το θέμα είναι ευρύ, σύνθετο και ανοιχτό προς συζήτηση (philenews.com, 6/2/2022 [2])
    ※  Τά «Ὄσκαρ» ἔγιναν μιά καθαρά πολιτική ἐκδήλωση, πού μυρίζει «κορεκτίλα», πού τρελλαίνεται γιά τίς μειονότητες – καί καλά κάνει, πολιτικά, ἀλλά τό σινεμά εἶναι κυρίως τέχνη καί ὄχι δράση. (Ὄσκαρ, «κορεκτίλα» καί τό θέαμα πού χάνεται εφημ. Εστία, 28/2/2019, [3])

  Μεταφράσεις επεξεργασία