correctness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcorrectness (en) (μη μετρήσιμο)
- η ακρίβεια, η ορθότητα, η ιδιότητα του να είναι ακριβής ή σωστός, χωρίς λάθη
- η καταλληλότητα, η ιδιότητα του να είναι κατάλληλος, για να γίνει κάτι όπως πρέπει
- ⮡ the correctness of the teaching methods - η καταλληλότητα των μεθόδων διδασκαλίας
- ≈ συνώνυμα: appropriateness