μειονεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μειονεκτικός < (ελληνιστική κοινή) μειονεκτικός
Επίθετο
επεξεργασίαμειονεκτικός, -ή, -ό
- που μειονεκτεί
Συγγενικά
επεξεργασία- μειονεκτικά
- μειονεκτικότητα
- → δείτε τις λέξεις μειονεκτώ, μείον και έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειονεκτικός