μειονεκτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμειονεκτικά < μειονεκτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαμειονεκτικά
- σε μειονεκτική θέση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειονεκτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμειονεκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μειονεκτικό