Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντλιωρός οι αντλιωροί
      γενική του αντλιωρού των αντλιωρών
    αιτιατική τον αντλιωρό τους αντλιωρούς
     κλητική αντλιωρέ αντλιωροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντλιωρός < αντλία + Fορός (< ὁρῶ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντλιωρός αρσενικό

  1. (μηχανολογία) ο επιφορτισμένος στην καλή λειτουργία και συντήρηση των αντλιών μιας εγκατάστασης, βιομηχανικής, πετρελαιοχημικής, πλωτής ή μόνιμης δεξαμενής πλοίων κ.λπ.
  2. (ναυτικός όρος) ειδικότητα υπαξιωματικού του πολεμικού και εμπορικού ναυτικού, ιδιαίτερα των δεξαμενοπλοίων, που προΐσταται του αντλιοστασίου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία