αντλιωρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντλιωρός < αντλία + Fορός (< ὁρῶ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντλιωρός αρσενικό
- (μηχανολογία) ο επιφορτισμένος στην καλή λειτουργία και συντήρηση των αντλιών μιας εγκατάστασης, βιομηχανικής, πετρελαιοχημικής, πλωτής ή μόνιμης δεξαμενής πλοίων κ.λπ.
- (ναυτικός όρος) ειδικότητα υπαξιωματικού του πολεμικού και εμπορικού ναυτικού, ιδιαίτερα των δεξαμενοπλοίων, που προΐσταται του αντλιοστασίου.