Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροναυαγοσωστικό τα αεροναυαγοσωστικά
      γενική του αεροναυαγοσωστικού των αεροναυαγοσωστικών
    αιτιατική το αεροναυαγοσωστικό τα αεροναυαγοσωστικά
     κλητική αεροναυαγοσωστικό αεροναυαγοσωστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροναυαγοσωστικό < αέρας + ναυαγοσωστικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροναυαγοσωστικό θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος): εξειδικευμένος τύπος πολεμικού αεροσκάφους ή ελικοπτέρου για έρευνα και διάσωση στη θάλασσα
  2. (ναυτικός όρος): παλαιότερος εξειδικευμένος τύπος πολεμικού σκάφους ναυαγοοσωστικού αεροπορικής συνεργασίας.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία