αλυσέλικτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλυσέλικτρο ουδέτερο
- τύμπανο περιέλιξης αλυσίδας
- (ναυτικός όρος): το τύμπανο βαρούλκου άγκυρας που φέρει γλυφές στις οποίες θηλυκώνουν οι κρίκοι της καδένας της.
- (συνεκδοχικά): κάθε παρόμοιο τύμπανο ή ράγουλο απ΄ όπου διέρχεται ελεγχόμενα αλυσίδα.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλυσέλικτρο
|