Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλυσέλικτρο τα αλυσέλικτρα
      γενική του αλυσέλικτρου των αλυσέλικτρων
    αιτιατική το αλυσέλικτρο τα αλυσέλικτρα
     κλητική αλυσέλικτρο αλυσέλικτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλυσέλικτρο < αλυσίδα + έλικτρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλυσέλικτρο ουδέτερο

  1. τύμπανο περιέλιξης αλυσίδας
  2. (ναυτικός όρος): το τύμπανο βαρούλκου άγκυρας που φέρει γλυφές στις οποίες θηλυκώνουν οι κρίκοι της καδένας της.
  3. (συνεκδοχικά): κάθε παρόμοιο τύμπανο ή ράγουλο απ΄ όπου διέρχεται ελεγχόμενα αλυσίδα.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία