αεράκατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεράκατος | οι | αεράκατοι |
γενική | της | αεράκατου & αερακάτου |
των | αεράκατων & αερακάτων |
αιτιατική | την | αεράκατο | τις | αεράκατους & αερακάτους |
κλητική | αεράκατε | αεράκατοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεράκατος < αερ- + άκατος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεράκατος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μικρό ταχύπλοο σκάφος, που φέρει στη πρύμη (εξωτερικά) πηδάλιο αεροπλάνου
- (αεροπορικός όρος) μικρό υδροπλάνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεράκατος
|