βίντζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βίντζι | τα | βίντζια |
γενική | του | βιντζιού | των | βιντζιών |
αιτιατική | το | βίντζι | τα | βίντζια |
κλητική | βίντζι | βίντζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βίντζι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του βίντσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
βίντζι
|