αναρμάτωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναρμάτωτος < μεσαιωνική ελληνική αναρμάτωτος < αν- + αρματώνω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αναρμάτωτος, -η, -ο
- που δεν έχει αρματωθεί
- (ναυτικός όρος) που δεν έχει αρματωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άρμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναρμάτωτος
|