↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρμάτωτος η αναρμάτωτη το αναρμάτωτο
      γενική του αναρμάτωτου της αναρμάτωτης του αναρμάτωτου
    αιτιατική τον αναρμάτωτο την αναρμάτωτη το αναρμάτωτο
     κλητική αναρμάτωτε αναρμάτωτη αναρμάτωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρμάτωτοι οι αναρμάτωτες τα αναρμάτωτα
      γενική των αναρμάτωτων των αναρμάτωτων των αναρμάτωτων
    αιτιατική τους αναρμάτωτους τις αναρμάτωτες τα αναρμάτωτα
     κλητική αναρμάτωτοι αναρμάτωτες αναρμάτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρμάτωτος < μεσαιωνική ελληνική αναρμάτωτος < αν- + αρματώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αναρμάτωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει αρματωθεί
  2. (ναυτικός όρος) που δεν έχει αρματωθεί

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη άρμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία