Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρματωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρματωμέν
ος
η
αρματωμέν
η
το
αρματωμέν
ο
γενική
του
αρματωμέν
ου
της
αρματωμέν
ης
του
αρματωμέν
ου
αιτιατική
τον
αρματωμέν
ο
την
αρματωμέν
η
το
αρματωμέν
ο
κλητική
αρματωμέν
ε
αρματωμέν
η
αρματωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρματωμέν
οι
οι
αρματωμέν
ες
τα
αρματωμέν
α
γενική
των
αρματωμέν
ων
των
αρματωμέν
ων
των
αρματωμέν
ων
αιτιατική
τους
αρματωμέν
ους
τις
αρματωμέν
ες
τα
αρματωμέν
α
κλητική
αρματωμέν
οι
αρματωμέν
ες
αρματωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αρματωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αρματώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρματωμένος