Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτοφυλακίδα οι ακτοφυλακίδες
      γενική της ακτοφυλακίδας των ακτοφυλακίδων
    αιτιατική την ακτοφυλακίδα τις ακτοφυλακίδες
     κλητική ακτοφυλακίδα ακτοφυλακίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτοφυλακίδα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kto.fi.laˈci.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτο‐φυ‐λα‐κί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτοφυλακίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία