ακτοφυλακίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακτοφυλακίδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kto.fi.laˈci.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτο‐φυ‐λα‐κί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτοφυλακίδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) σκάφος που εποπτεύει τις ακτές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακτοφυλακίδα
|