ακταιωρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακταιωρός < ἀκταιωρός [1] < αρχαία ελληνική ἀκταία[2](θηλυκό του ἀκταῖος) ή < ἀκταί (πληθυντικός του ἀκτή) + -ωρός μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική garde-côte[3][4]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kte.oˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κται‐ω‐ρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακταιωρός θηλυκό
- (ναυτικός όρος) σκάφος του λιμενικού σώματος ή του πολεμικού ναυτικού που περιπολώντας επιβλέπει και φυλάσσει τις ακτές
ακταιωρός αρσενικό
- (κυριολεκτικά, σπάνιο, παρωχημένο, επάγγελμα) φύλακας των ακτών
Συγγενικά
επεξεργασία- ακταιωρία
- ακταιώριο
- ακταιωρώ
- Όροι με ακταιωρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ακταιωρός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκάφος
φύλακας ακτών
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἀκταιωρός σελ.198 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ↑ ακταιωρός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ακταιωρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ακταιωρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)