Δείτε επίσης: ἀκταίωρος, ἀκτωρός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακταιωρός οι ακταιωροί
      γενική της ακταιωρού των ακταιωρών
    αιτιατική την ακταιωρό τις ακταιωρούς
     κλητική ακταιωρέ ακταιωροί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακταιωρός < ἀκταιωρός [1] < αρχαία ελληνική ἀκταία[2](θηλυκό του ἀκταῖος) ή < ἀκταί (πληθυντικός του ἀκτή) + -ωρός μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική garde-côte[3][4]
 
Ακταιωρός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kte.oˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κται‐ω‐ρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακταιωρός θηλυκό

ακταιωρός αρσενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακταιωρός οι ακταιωροί
      γενική του ακταιωρού των ακταιωρών
    αιτιατική τον ακταιωρό τους ακταιωρούς
     κλητική ακταιωρέ ακταιωροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἀκταιωρός σελ.198 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  2. ακταιωρόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ακταιωρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. ακταιωρόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)