ἀκταῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀκταῖος | ἡ | ἀκταίᾱ & ἀκταῖος |
τὸ | ἀκταῖον |
γενική | τοῦ | ἀκταίου | τῆς | ἀκταίᾱς & ἀκταίου |
τοῦ | ἀκταίου |
δοτική | τῷ | ἀκταίῳ | τῇ | ἀκταίᾳ & ἀκταίῳ |
τῷ | ἀκταίῳ |
αιτιατική | τὸν | ἀκταῖον | τὴν | ἀκταίᾱν & ἀκταῖον |
τὸ | ἀκταῖον |
κλητική ὦ! | ἀκταῖε | ἀκταίᾱ & ἀκταῖε |
ἀκταῖον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἀκταῖοι | αἱ | ἀκταῖαι & ἀκταῖοι |
τὰ | ἀκταῖᾰ |
γενική | τῶν | ἀκταίων | τῶν | ἀκταίων & ἀκταίων |
τῶν | ἀκταίων |
δοτική | τοῖς | ἀκταίοις | ταῖς | ἀκταίαις & ἀκταίοις |
τοῖς | ἀκταίοις |
αιτιατική | τοὺς | ἀκταίους | τὰς | ἀκταίᾱς & ἀκταίους |
τὰ | ἀκταῖᾰ |
κλητική ὦ! | ἀκταῖοι | ἀκταῖαι & ἀκταῖοι |
ἀκταῖᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκταίω | τὼ | ἀκταίᾱ & ἀκταίω |
τὼ | ἀκταίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκταίοιν | τοῖν | ἀκταίαιν & ἀκταίοιν |
τοῖν | ἀκταίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀκταῖος, -α, -ον
- παραλιακός
- (ουσιαστικοποιημένο) Ἀκταία / ἀκταία (γῆ):
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀκταῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκταῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.