• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ακτοφύλακας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτοφύλακας οι ακτοφύλακες
      γενική του ακτοφύλακα των ακτοφυλάκων
    αιτιατική τον ακτοφύλακα τους ακτοφύλακες
     κλητική ακτοφύλακα ακτοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτοφύλακας < (καθαρεύουσα) ακτοφύλαξ < ακτοφυλακή + -ας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακτοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που υπηρετεί στην ακτοφυλακή, δηλαδή στην υπηρεσία φρουρήσεως των ακτών

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ακτοφρουρός
  • ακταιωρός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ακτοφύλακας
  • αγγλικά : coastguardsman (en), coastguard (en)
  • γαλλικά : garde-côte (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακτοφύλακας&oldid=7110472"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:53

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:53. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας