ακτοφυλακή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακτοφυλακή | ||
γενική | της | ακτοφυλακής | ||
αιτιατική | την | ακτοφυλακή | ||
κλητική | ακτοφυλακή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτοφυλακή < (καθαρεύουσα) ἀκτοφυλακή < ακτ(ή) + -ο- + φυλακή (κατά το χωροφυλακή), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coast guard
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτοφυλακή θηλυκό
- η φύλαξη λιμένων και ακτών από το Λιμενικό Σώμα -ο όρος ακτοφυλακή χρησιμοποιείται παρότι δεν υπάρχει σώμα ακτοφυλάκων πλέον και τα καθήκοντα αυτά ασκούνται από λιμενοφύλακες.
Συγγενικά επεξεργασία
- ακτοφύλακας
- → και δείτε τις λέξεις ακτή και φυλακή