πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ακτοφυλακή
      γενική της ακτοφυλακής
    αιτιατική την ακτοφυλακή
     κλητική ακτοφυλακή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακτοφυλακή θηλυκό

  • η φύλαξη λιμένων και ακτών από το Λιμενικό Σώμα -ο όρος ακτοφυλακή χρησιμοποιείται παρότι δεν υπάρχει σώμα ακτοφυλάκων πλέον και τα καθήκοντα αυτά ασκούνται από λιμενοφύλακες.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία