ακατράμωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατράμωτος < α- (στερητικό) + κατραμωμένος
Επίθετο επεξεργασία
ακατράμωτος -η -ο
- (ναυτικός όρος): που δεν έχει κατραμωθεί
- (συνεκδοχικά) το λευκό σχοινί
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατράμωτος
|