αναβάθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβάθρα < (ελληνιστική κοινή) ἀναβάθρα < ἀνά + βάθρα < βαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβάθρα θηλυκό
- (λόγιο)
- (ναυτικός όρος) ανεμόσκαλα πλοίου κατασκευασμένη από σκοινί ή/και ξύλο
- (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) κεκλιμένη σανίδα ανάβασης σε πλοίο
- (αρχαιολογία) (αρχιτεκτονική) κεκλιμένο επίπεδο που οδηγούσε ψηλότερα, μέσα σε αρχαίο ναό