αγαντάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαντάρισμα < αγαντάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαντάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια του αγαντάρω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαντάρισμα
|
αγαντάρισμα ουδέτερο
|