↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγάντα οι αγάντες
      γενική της αγάντας
    αιτιατική την αγάντα τις αγάντες
     κλητική αγάντα αγάντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αγάντες στο λιμάνι της Κοπεγχάγης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγάντα < (αναδρομικός σχηματισμός) αγαντ(άρω) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɣan.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γά‐ντα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγάντα θηλυκό

  Επιφώνημα

επεξεργασία

αγάντα άκλιτο

  1. (ναυτικός όρος) ναυτικό παράγγελμα για ακινητοποίηση ολόκληρου του σκάφους (από ρυμουλκά), ή και διακινουμένων φορτίων με ανάλογους χειρισμούς των μέσων φορτοεκφορτώσεων (γερανών), ή και με σωματική προσπάθεια για αντιστήριξη αντικειμένου
  2. προτροπή για να βάλει κάποιος τα δυνατά του, να αντέξει σε κάποια κατάσταση, ή να κάνει κουράγιο
    ※  «Αγάντα! Αγάντα, παλικάρ…», φώναξε για να τους δώσει κουράγιο, αλλά κείνη τη στιγμή το φρούριο σείστηκε από την πρώτη μπόμπα.
    Μαίρη Κόντζογλου, Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2020, σελ. 16. ISBN 9786180322866

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγάνταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)