δέστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δέστρα | οι | δέστρες |
γενική | της | δέστρας | των | δεστρών |
αιτιατική | τη | δέστρα | τις | δέστρες |
κλητική | δέστρα | δέστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δέστρα < δένω, δεσ- + -τρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδέστρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το σημείο του προβλήτα όπου περνιούνται οι γάσες των κάβων όταν «δένουν» πλοία, ή σκάφη στο λιμάνι
- (συνεκδοχικά) οποιοδήποτε σημείο που δένεται κάβος ή άλλο σχοινί
- σημείο απόθεσης ποδηλάτου, συνήθως κοντά σε ποδηλατόδρομους ή μαγαζιά
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)