Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δέστρα οι δέστρες
      γενική της δέστρας των δεστρών
    αιτιατική τη δέστρα τις δέστρες
     κλητική δέστρα δέστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια δέστρα σε λιμάνι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέστρα < δένω, δεσ- + -τρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέστρα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το σημείο του προβλήτα όπου περνιούνται οι γάσες των κάβων όταν «δένουν» πλοία, ή σκάφη στο λιμάνι
  2. (συνεκδοχικά) οποιοδήποτε σημείο που δένεται κάβος ή άλλο σχοινί
  3. σημείο απόθεσης ποδηλάτου, συνήθως κοντά σε ποδηλατόδρομους ή μαγαζιά
    (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία