δέστρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέστρα < δένω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέστρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος), (ιδιωματικό): το σημείο του προβλήτα όπου περνιούνται οι γάσες των κάβων όταν «δένουν» πλοία, ή σκάφη στο λιμάνι
- (συνεκδοχικά): οποιοδήποτε σημείο που δένεται κάβος ή άλλο σχοινί
- σημείο απόθεσης ποδηλάτου, συνήθως κοντά σε ποδηλατόδρομους ή μαγαζιά