Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμοδόχη οι ανεμοδόχες
      γενική της ανεμοδόχης των ανεμοδοχών
    αιτιατική την ανεμοδόχη τις ανεμοδόχες
     κλητική ανεμοδόχη ανεμοδόχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμοδόχη < άνεμος + -δόχη < δέχομαι, (καθαρεύουσα: ανεμοδόχος αρσενικό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμοδόχη θηλυκό

  1. οποιαδήποτε κατασκευή υποδοχής ανέμου, συνηθέστερα για φυσικό εξαερισμό
  2. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η όρθια σωληνωτή κατασκευή με γωνιακή απόληξη 90 μοίρες και διπλάσιας διαμέτρου, που φερόταν παλαιότερα στα καταστρώματα των πλοίων για φυσικό εξαερισμό των εσωτερικών χώρων.
    οι ανεμοδόχες λειτουργούσαν με το ρεύμα ανέμου που δημιουργούσε η κίνηση του πλοίου, φέροντας λαβές μπορούσε να στραφεί το άνοιγμά τους προς όποια κατεύθυνση του ορίζοντα, διακρίνονταν δε σε εισαγωγής ή κατάθλιψης, (οι στρεφόμενες προς τον άνεμο) και σε εξαγωγής ή απορρόφησης (οι στρεφόμενες αντίθετα του ανέμου, δημιουργώντας υποπίεση)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • στα πλοία για τον ίδιο σκοπό λειτουργούσαν παράλληλα σιφωνοειδείς εξαεριστήρες, στόμια, αναφωτίδες, παραφωτίδες κ.λπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία