Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανθρακοφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανθρακοφόρ
ο
τα
ανθρακοφόρ
α
γενική
του
ανθρακοφόρ
ου
των
ανθρακοφόρ
ων
αιτιατική
το
ανθρακοφόρ
ο
τα
ανθρακοφόρ
α
κλητική
ανθρακοφόρ
ο
ανθρακοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανθρακοφόρο
<
άνθρακας
+
-ο-
+
-φόρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανθρακοφόρο
ουδέτερο
(
λόγιο
,
ναυτικός όρος
)
πλοίο
με το οποίο μεταφέρονται
κάρβουνα
Συνώνυμα
επεξεργασία
καρβουνιάρικο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άνθρακας
και
φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανθρακοφόρο
αγγλικά
:
collier
(en)
,
coal
ship
(en)
γαλλικά
:
charbonnier
(fr)