charbonnier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charbonnier | charbonniers |
θηλυκό | charbonnière | charbonnières |
charbonnier (fr)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charbonnier | charbonniers |
θηλυκό | charbonnière | charbonnières |
charbonnier (fr)