Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρματόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αρματόρ
ος
οι
αρματόρ
οι
γενική
του
αρματόρ
ου
των
αρματόρ
ων
αιτιατική
τον
αρματόρ
ο
τους
αρματόρ
ους
κλητική
αρματόρ
ε
αρματόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρματόρος
<
βενετική
armador
/
ιταλική
armatore
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρματόρος
αρσενικό
(
ναυτικός όρος
,
παρωχημένο
)
άλλη μορφή
του
αρμαδόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρματόρος
→
δείτε
τη λέξη
αρμαδόρος