αρμαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρμαδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική armador / ιταλικά armatore
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρμαδόρος αρσενικό
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο, επάγγελμα) ο υπεύθυνος για την αρματωσιά, για την εύρεση των αναγκαίων εξαρτημάτων ενός πλοίου
- (παρωχημένο) εφοπλιστής, καραβοκύρης