εφοπλιστής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εφοπλιστής < αρχαία ελληνική ἐφοπλίζω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική armateur)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fo.pliˈstis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εφοπλιστής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: εφοπλίστρια & εφοπλιστίνα)
- επιχειρηματίας που έχει ή ναυλώνει πλοία προς εμπορική εκμετάλλευση
Επεξεργασία
- εφοπλισμός
- εφοπλιστικός
- εφοπλιστίνα
- εφοπλίστρια
- μεγαλοεφοπλιστής
- → δείτε τις λέξεις επί και όπλο