εφοπλιστίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφοπλιστίνα | οι | εφοπλιστίνες |
γενική | της | εφοπλιστίνας | — | |
αιτιατική | την | εφοπλιστίνα | τις | εφοπλιστίνες |
κλητική | εφοπλιστίνα | εφοπλιστίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφοπλιστίνα < εφοπλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφοπλιστίνα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του εφοπλιστής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εφοπλιστίνα
|