εφοπλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφοπλιστικός < εφοπλιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαεφοπλιστικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εφοπλιστής και όπλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφοπλιστικός
|
εφοπλιστικός
|