Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαγκάβα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαγκάβα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) επαγγελματικό αλιευτικό εργαλείο κυρίως στη σπογγαλιεία που σύρεται στο βυθό φέροντας σχετικό σάκο
  2. (ναυτικός όρος) το αλιευτικό σκάφος που επιχειρεί αλιεία με το παραπάνω εργαλείο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία