γκαγκάβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαγκάβα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαγκάβα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) επαγγελματικό αλιευτικό εργαλείο κυρίως στη σπογγαλιεία που σύρεται στο βυθό φέροντας σχετικό σάκο
- (ναυτικός όρος) το αλιευτικό σκάφος που επιχειρεί αλιεία με το παραπάνω εργαλείο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- γκαγκάβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκαγκάβα
|