αμορόζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμορόζα | οι | αμορόζες |
γενική | της | αμορόζας | — | |
αιτιατική | την | αμορόζα | τις | αμορόζες |
κλητική | αμορόζα | αμορόζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμορόζα < ιταλική amorosa (ερωτευμένη), θηλυκό του amoroso < μεσαιωνική λατινική amorosus < λατινική amor < amo
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμορόζα θηλυκό
- (παρωχημένο) ερωμένη
- Στο βιβλίο Ιφιγένεια (εν Ληξουριό), 1995, σε κεφαλληνιακή διάλεκτο «κε σπετσιαλμεντε συλογούμε την Λαουρέττα που ολίγον και θα γενότουνε αμορόζα μου»
- Οι Μάγισσες της Σμύρνης: Εξιστόρηση, Μάρα Μεϊμαρίδη, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011, ISBN 9600322430, 9789600322439 «Αλλά κυρίως οι άντρες, που ένιωθαν σα να 'χαν την αμορόζα στο τσεπάκι τους»
- Μακρυγιάννης, απομνημονεύματα: «Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν.» (μιλά για την Ελλάδα)
- Στην Κύπρο: Φοντάνα Αμορόζα (περιοχή)
- (ναυτικός όρος) λεπτό σχοινί με το οποίο τα άκρα των πανιών στερεώνονται στο κατάρτι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμορόζα
|