Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βιάρισμα
τα
βιαρίσμα
τ
α
γενική
του
βιαρίσμα
τ
ος
των
βιαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
βιάρισμα
τα
βιαρίσμα
τ
α
κλητική
βιάρισμα
βιαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιάρισμα
<
βιάρ(ω)
+
-ισμα
(
Χρειάζεται τεκμηρίωση…
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιάρισμα
ουδέτερο
(
ναυτικός όρος
,
ιδιωματισμός
) η
καμπύλη
σιμότητας
ενός
πλοίου
Συνώνυμα
επεξεργασία
καραβίζι
λουνάδα
σιμότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιάρισμα
αγγλικά
:
sheer
(en)