↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβαρία οι αβαρίες
      γενική της αβαρίας των αβαριών
    αιτιατική την αβαρία τις αβαρίες
     κλητική αβαρία αβαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβαρία < (άμεσο δάνειο) ιταλική avaria (ζημία πλοίου) < αραβική عوارية (ʿawāriyya) < عوار (ʿawār) < عور (ʿawira, χάνω το ένα μάτι, γίνομαι μονόφθαλμος) < ρίζα ع و ر ‎(ʿ-w-r)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vaˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐ρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβαρία θηλυκό

  1. οποιαδήποτε οικονομική ζημιά ή βλάβη, ιδίως σε επιχείρηση, που επέρχεται κατά τη μεταφορά πραγμάτων[1]
  2. υποχώρηση που εκφράζεται με μείωση απαιτήσεων ή αξιώσεων έναντι τρίτων[2]
  3. πέταμα φορτίου στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου[2]
  4. (ναυτικός όρος) έκτακτα έξοδα ή ζημιές που επέρχονται σε πλοίο ή στο φορτίο, από τη στιγμή του απόπλου μέχρι τον κατάπλου και την εκφόρτωσης [1]
    ※  Το πολεμικό πλοίο Sirio αφού εντόπισε το πλοιάριο τη νύχτα του Σαββάτου, το προσέγγισε και βρήκε τους νεκρούς δίπλα στους 73 επιζώντες. Οι επιβάτες, στις μαρτυρίες τους, αναφέρουν ότι ξαφνικά οι μηχανές παρουσίασαν αβαρία.
    Άλλοι 18 μετανάστες νεκροί νότια της Λαμπεντούζα, Το Βήμα, 24 Αυγούστου 2014

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Λεξικόν νομικής, διοικήσεως και αστυνομίας, τόμ. A΄ (Αθήνα: Δημητράκος, χ.χ.έ.π. 1930⟩), σ. 1.
  2. 2,0 2,1 αβαρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • αβαρίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)