averio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | averio | averioj |
αιτιατική | averion | averiojn |
averio (eo)
- η αβαρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | averio | averioj |
αιτιατική | averion | averiojn |
averio (eo)