αρμαδούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμαδούρα | οι | αρμαδούρες |
γενική | της | αρμαδούρας | — | |
αιτιατική | την | αρμαδούρα | τις | αρμαδούρες |
κλητική | αρμαδούρα | αρμαδούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρμαδούρα < αρματούρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρμαδούρα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρμαδούρα
|