αεριοφόρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεριοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αεριοφόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεριοφόρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): ειδικός τύπος δεξαμενόπλοιου μεταφοράς αερίων σε υγρή μορφή
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αεριοφόρο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αεριοφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αεριοφόρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεριοφόρο
|