• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αεριοφόρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεριοφόρο τα αεριοφόρα
      γενική του αεριοφόρου των αεριοφόρων
    αιτιατική το αεριοφόρο τα αεριοφόρα
     κλητική αεριοφόρο αεριοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αεριοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αεριοφόρος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αεριοφόρο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος): ειδικός τύπος δεξαμενόπλοιου μεταφοράς αερίων σε υγρή μορφή

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • υγραεριοφόρο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αεριοφόρο

  • αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αεριοφόρος
  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αεριοφόρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αεριοφόρο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αεριοφόρο&oldid=5448588"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 08:57

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 08:57.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας