αεριοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αεριοφόρος, -ος ή -α, -ο, το ουδέτερο αναφερόμενο σε πλοία είναι ουσιαστικοποιημένο
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεριοφόρος
|