Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεριοφόρος η αεριοφόρα το αεριοφόρο
      γενική του αεριοφόρου της αεριοφόρας του αεριοφόρου
    αιτιατική τον αεριοφόρο την αεριοφόρα το αεριοφόρο
     κλητική αεριοφόρε αεριοφόρα αεριοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεριοφόροι οι αεριοφόρες τα αεριοφόρα
      γενική των αεριοφόρων των αεριοφόρων των αεριοφόρων
    αιτιατική τους αεριοφόρους τις αεριοφόρες τα αεριοφόρα
     κλητική αεριοφόροι αεριοφόρες αεριοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριοφόρος < αέρι(ο) + -ο- + -φόρος < φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

αεριοφόρος, -ος ή -α, -ο, το ουδέτερο αναφερόμενο σε πλοία είναι ουσιαστικοποιημένο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία