↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υγραεριοφόρος η υγραεριοφόρα
υγραεριοφόρος
το υγραεριοφόρο
      γενική του υγραεριοφόρου της υγραεριοφόρας
υγραεριοφόρου
του υγραεριοφόρου
    αιτιατική τον υγραεριοφόρο την υγραεριοφόρα
υγραεριοφόρο
το υγραεριοφόρο
     κλητική υγραεριοφόρε υγραεριοφόρα
υγραεριοφόρε
υγραεριοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υγραεριοφόροι οι υγραεριοφόρες
υγραεριοφόροι
τα υγραεριοφόρα
      γενική των υγραεριοφόρων των υγραεριοφόρων των υγραεριοφόρων
    αιτιατική τους υγραεριοφόρους τις υγραεριοφόρες
υγραεριοφόρους
τα υγραεριοφόρα
     κλητική υγραεριοφόροι υγραεριοφόρες
υγραεριοφόροι
υγραεριοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υγραεριοφόρος (νεολογισμός) < υγραέρι(ο) + -ο- + -φόρος (< φέρω) < υγρ- + αεριο- + -φόρος
Όπως στο ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, υγραεριοφόρο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ɣɾa.e.ɾi.oˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐γρα‐ε‐ρι‐ο‐φό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

υγραεριοφόρος, -α/ος, -ο

  • που φέρει, ή μεταφέρει υγραέριο
    Εκτίμηση επικινδυνότητας κατά τη μεταφορά Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου σε υγραεριοφόρο πλοίο μέσω χερσαίου τερματικού σταθμού
    Τίτλος διπλωματικής εργασίας, Βολάκη, Φωτεινή DOI

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία