ενικός         πληθυντικός  
gas carrier gas carriers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gas carrier < → δείτε τις λέξεις gas και carrier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡæs ˈkærɪə/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

gas carrier (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία