carrier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcarrier (fr)
- (επάγγελμα) ο λατόμος, (λαϊκότροπο) ο νταμαρτζής
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcarrier (en)
- ο φορέας
- ο ξενιστής ενός παθογόνου μικροοργανισμού
- ο μεταφορέας
- όχημα μεταφοράς
- (τηλεπικοινωνίες) φορέας (ιδιοκτήτης δικτύου)[1]
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Πηγές
επεξεργασία- carrier - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- carrier - Oxford Learner's Dictionaries