αντιτορπιλικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιτορπιλικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιτορπιλικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.toɾ.pi.liˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐τορ‐πι‐λι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιτορπιλικό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) πλοίο του πολεμικού ναυτικού κατάλληλα εξοπλισμένο για την εξουδετέρωση τορπιλών και τορπιλοβόλων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντιτορπιλικό
- αιτιατική ενικού του αντιτορπιλικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιτορπιλικός