Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Zerstörer (de) αρσενικό

  1. ο καταστροφέας
  2. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) το αντιτορπιλικό
  3. (στρατιωτικός όρος) όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα βαρέα μαχητικά της Luftwaffe στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο